Πάν

Πάν
Πάν, -νόςж, -νί (h. Hom., Pi., Hdt. usw.; Πάονι ark. VIa)
Grammatical information: m.
Meaning: herder god of Arcadia (h. Hom., Pi., Hdt.).
Other forms: Πάονι Arc. VIa; pl. Πᾶνες (Ar.).
Derivatives: 1. Demin. Πανίσκος (Cic.); 2. Πάνιος `belonging to P., Panish' (A.Fr. 98 = 143 M.), -ιον n. `sanctuary of P.' (Epid.IIIa), -ειον n. `id.' (Str.), τὰ Π. `festival of P.' (Delos IIIa), f. Πανιάς (Nonn.); 3. Πανικός `id.' (hell.); 4. Πανιασταί m. pl. `worshipper of P.' (Rhod., Perg.; as Άπολλωνιασταί a.o.; Πανισταί conj. Men. Dysk. 230); 5. πανεύω `to treat after the manner of P.' (Heracl. Paradox.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Uncertain. Since Schulze KZ 42, 81 a. 374 (Kl. Schr. 217 f.) usu. as PGr. *Πᾱύσων identified with Skt. Pūṣán- m. `god who protects and augments the herds'; IE *pāus- : *pūs- (to púṣyati `thrive'?). Doubts by Mayrhofer s. v. Rejecting also v. Wilamowitz Glaube 1, 247 n. 1. Untenable on Πάνειον, Πανικόν (to πανός `fire-signal') Harrison ClassRev. 40, 6 ff. (cf. Wahrmann Glotta 17, 261 f.); not better Kerényi Glotta 22, 37f. (to supposed. Illyr. pā-ne-u- `swell').
Page in Frisk: 2,470-471

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

  • παν — I Ελληνική θεότητα, το πεδίο δράσης, της οποίας –ο άγριος κόσμος των ποιμένων– ήταν παρόμοιο με εκείνο του Ερμή, τον οποίου θεωρούνταν γιος. Περισσότερο δαίμων παρά θεός, είχε ζωώδη χαρακτηριστικά (παριστανόταν με κέρατα και κατσικίσια πόδια:… …   Dictionary of Greek

  • Παν — I Ελληνική θεότητα, το πεδίο δράσης, της οποίας –ο άγριος κόσμος των ποιμένων– ήταν παρόμοιο με εκείνο του Ερμή, τον οποίου θεωρούνταν γιος. Περισσότερο δαίμων παρά θεός, είχε ζωώδη χαρακτηριστικά (παριστανόταν με κέρατα και κατσικίσια πόδια:… …   Dictionary of Greek

  • παν — το γεν. παντός, ως ουσ. 1. όλος ο κόσμος, το σύμπαν: Ο δημιουργός του παντός. 2. το σπουδαιότερο μέρος ενός πράγματος: Το παν είναι να κάνεις την αρχή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πᾶν' — Πᾶνα , Πάν masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πάν — Πά̱ν , Πάν masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παν Τσάο — (Pan Ch’ao ή Ban Chao, 31 – 102). Κινέζος στρατηγός, αδελφός του ιστορικού Παν Κου. Την εποχή της βασιλείας του αυτοκράτορα Μινγκ, διακρίθηκε στους πολέμους εναντίον των Ούννων, τους οποίους νίκησε καταλαμβάνοντας το Τουρκεστάν. Προχώρησε μετά… …   Dictionary of Greek

  • πᾶν — πᾶς papa masc acc sg πᾶς papa neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πᾶν' — πᾱνέ , πανός masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάν — πᾶς papa neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παν Κου — (Pan Ku, 1ος αι. μ.Χ.). Κινέζος ιστορικός. Θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους ιστοριογράφους της Κινεζικής αυτοκρατορίας. Έγραψε ιστορικά και φιλοσοφικά έργα, τα σπουδαιότερα από τα οποία τιτλοφορούνται Πο χου τονγκ και Τσιεν Xαν τσου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”